- κεντήκλα
- κεντήκλα και κεντούκλεα και κεντούκλα, ἡ (Μ)ένδυμα ή κάλυμμα από χοντροϋφασμένο ύφασμα, πίλημα, κετσές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centunculus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντούκλα — κεντούκλα, ἡ (Μ) βλ. κεντήκλα … Dictionary of Greek
κεντούκλεα — κεντουκλεα, ἡ (Μ) βλ. κεντήκλα … Dictionary of Greek